- γιαίνω
- 1. θεραπεύω, γιατρεύω2. είμαι υγιής, είμαι καλά3. γίνομαι καλά, θεραπεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < υγιαίνω, με αποβολή του αρκτικού άτονου φθόγγου -υ- (πρβλ. γεια < υγεια, γιαλός < αιγιαλός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιαίνω — (γιαίνω) → δες έγιανα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… … Dictionary of Greek
άγιατος — η, ο [γιαίνω] ο αγιάτρευτος* … Dictionary of Greek
έγιανα — (να γιάνω, κατά το ζεσταίνω, βλ. πίν. 44 , αόρ. του ρ. γιαίνω, που δε χρησιμοποιείται) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής